Ο ανασασμός μιας συνεκτικής
κοινωνίας, ενός έθνους, είναι η ζωτική έκφραση της λαϊκής λατρείας των
συμμετασχόντων πολιτών. Στην προκειμένη περίπτωση οι ρίζες της λαϊκής έκφρασης
λατρείας των Ελλήνων, έλκουν την καταγωγή τους στην αρχαία
ελληνική κοσμοθέαση και όπως αυτή διαμορφώθηκε
στο διάβα του χρόνου, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες της
καθημερινής ζωής και το θρησκευτικό συναίσθημα.
Τα κάλαντα σαν έθιμο προέρχονται απ’ τους «Αγερμούς»της αρχαίας Ελλάδος, υιοθετώντας σε κάθε εποχιακή γιορτή και μια ιδιαίτερη ονομασία, όπως «Ειρεσιώνη», «Χελιδονίσματα», «Κορωνίσματα», «Μηναγύρτια» κ.λ.π.
Η ετυμολογική προσέγγιση της λέξης «Αγερμοί», όπως πανεύκολα συμπεραίνεται, προέρχεται από το ρήμα αγείρω, το οποίο σημαίνει αθροίζω, μαζεύω, ερανίζομαι, έννοια που και εμείς σήμερα κατά κόρον χρησιμοποιούμε με τον έρανο, κυρίως για θρησκευτικούς λόγους.
Τα δε Κάλαντα προέρχονται από το ρήμα καλέω-ώ, που αργότερα στην Ρώμη μεταφερόμενο δια μέσω της λατινικής διαλέκτου, μας έδωσε τις περίφημες Ρωμαϊκές «Καλένδες», οι οποίες όμως δεν παρέλειψαν να γιορτάζονται όπως και η Ειρεσιώνη της ελληνικής αρχαιότητας, στην αρχή κάθε σεληνιακού έτους, στην αρχή κάθε μήνα δηλαδή.
Τα εποχιακά άσματα «Αγερμού» που δεν είναι παρά τα Κάλαντα, τα τραγουδούσαν οι «Αγύρται» ή «Μηναγύρται» ή οι μετέπειτα στο Βυζάντιο «Καλανταρίδες», μέχρι να φτάσουμε στους σημερινούς μας παιδικούς χαρούμενους «Καλαντιστές». Όλοι αυτοί πανομοιότυπα σχεδόν με τα στολισμένα καλαθάκια (κύστεις) στα χέρια, με κρόταλα ή μουσικά όργανα ή και με κουδούνια ακόμη, ή με τις εαρινές «Χελιδόνες», γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι για να εισπράξουν απ’ τις πρόσχαρες νοικοκυρές τα διαφόρων ειδών καλούδια και κεράσματα. Ένα έθιμο τόσο παλαιό μα συγχρόνως τόσο επίκαιρο και όμορφο, που αν οι παιδικές φωνούλες των «αγυρτών Καλαντιστών» δεν τύχει να ακουστούν το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, θεωρείται γρουσουζιά και μεγάλο κακό για το σπιτικό, γιατί μόνο οι πενθούντες δεν ανοίγουν την πόρτα τους «τέτοιες καλές μέρες»…
Ας πάρουμε όμως μια γεύση απ’ τα Κάλαντα των γιορτών του «Δωδεκαήμερου», καταγράφοντας μερικά αποσπάσματα από παλαιότερες και νεώτερες αποδόσεις τους, στις οποίες διαφαίνεται ο βαθειά αλληλένδετος προγονικός κρίκος συνέχειας, στο διάβα των χιλιετηρίδων.
Ο ωραιότατος δακτυλικός εξάμετρος που εψάλλετο (ήδετο) «εν τη εορτή του Απόλλωνος-Ηλίου» κατά την ισημερία της τότε Πρωτοχρονιάς, ασυνείδητα μας μεταφέρει στα σημερινά Κάλαντα του «Καλήν εσπέραν άρχοντες, να μπω στ’ αρχοντικό σας…..».
«Δώμα προσετραπόμεθ’ ανδρός μέγα δυναμένοι,
ός μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.
Αυταί ανακλίνεσθε θύραι. Πλούτος γάρ έσεισι
πολλός, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία,
ειρήνη τα’ αγαθή… ει μεν τι δώσεις, ει δε μη, ουχ εστήξομεν…».
Δηλαδή:
Μπαίνουμε μέσ τ’ αρχοντικό μεγάλου νοικοκύρη,
αντρειωμένου, βροντόφωνου και πάντα ευτυχισμένου.
Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, πλούτος πολύς να έμπη
και με τον πλούτο συντροφιά χαρά και φρονιμάδα
κι η ολόγλυκη ειρήνη …..Εάν μας δώσεις τίποτε, ει δε μή
πολύ δεν θα σταθούμε…
Σε παραλλαγή της Θράκης, συναντάμε σχεδόν εξ αντιγραφής:
«Στο σπίτι τούτο που ’ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη,
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα,
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη….».
Αν δε ψάξουμε για την καταγωγή των μαυριδερών αχτένιστων, με τα τραγοπόδαρα και τα «σιδεροπάπουτσα» δαιμόνιων «Καλικαντζάρων», θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι παρά οι τραγόμορφοι ερωτομανείς «Σάτυροι» ή οι «Κήρες», οι οποίες δεν δίσταζαν ως ψυχές να ανέλθουν απ’ τον κάτω κόσμο των νεκρών, στον κόσμο των ζωντανών για να τους αναστατώνουν.
Γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα σε ορισμένα μέρη της Ελλάδος τους καλικαντζάρους τους ονομάζουν και «Μνημοράτους», δηλαδή νεκρούς που έρχονται απ’ τα μνήματα κατά το «Δωδεκαήμερο» και οι οποίοι τριγυρίζουν άσκοπα στους δρόμους, και μπαίνουν απρόσκλητοι στα σπίτια απ’ την καμινάδα.
Αυτός είναι και ο λόγος που η αποκαθαρτήρια φωτιά συνηθίζονταν και συνηθίζεται να καίει ανελλιπώς με τον «Δωδεκαμερίτη» ή «Χριστόξυλο» ή «Σκαρκάντζαλο», προκειμένου να αποτραπεί η είσοδος των καλικαντζάρων στην εστία.
Έτσι, από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τον καθαρμό των Θεοφανείων, με ιδιαίτερη επιμέλεια άναβαν και φρόντιζαν την φωτιά της εστίας, με μεγάλα κούτσουρα από δέντρα αγκαθωτά (γκοριτσά ή αγριοκερασιά), ή ακόμη και με το ευλογημένο λιόξυλο. Εξ’ άλλου σε πολλές περιοχές της Ελλάδος, ακόμη και σήμερα, δεν είναι τυχαίο που υπό μορφήν θυσίας και εξαγνισμού, εξακολουθούν να ρίχνουν στο πρωτάναμμα της φωτιάς του Δωδεκαημέρου, συμβολικά λίγο λάδι με κρασί, θυμίζοντας τις σπονδές στην Μάνα γη.
Μα με το κρασί και το λάδι συμπληρώνουν ακόμη και το τελετουργικό της κοπής του «Χριστόψωμου» την παραμονή των Χριστουγέννων, θέτοντάς το υπεράνω των ευλογημένων αυτών προϊόντων και ενώ συγχρόνως όλα μαζί τα μέλη της οικογένειας ακουμπούν συμβολικά από ένα κομμάτι του καλοζυμωμένου εορτάσιμου άρτου…
Άσβεστη, λοιπόν, παρέμενε η φωτιά για το φόβο των απρόσκλητων ξωτικών των καλικαντζάρων, και η στάχτη που συλλέγονταν με περισσή φροντίδα σκορπίζονταν «για το καλό» γύρω απ’ το σπίτι και τα πλησιέστερα χωράφια.
Ο μεγάλος μας Λαογράφος Ν. Πολίτης, δεν παραλείπει να μας δώσει και έναν ωραίο αλληλοσυσχετισμό του «Χριστουγεννιάτικου Δέντρου», με το «Δέντρο της Γης», το οποίο ανεπιτυχώς προσπαθούν να πελεκήσουν ολοχρονίς τα ξωτικά δαιμόνια του κάτω κόσμου, οι Καλικάντζαροι.
Επ’ αυτού μας λέγει: «…έρχονται από τη γης αποκάτω. Όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια τους, για να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Αλλά, όταν κοντεύουν να το κόψουν, έρχεται ο Χριστός, τότε τα δαιμόνια χυμάν στη γη επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο και θέλουν να σβήσουν την φωτιά, άλλοτε καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες ή τους πιάνουν με το ζόρι στο χορό. Όταν την παραμονή των Φώτων κατεβούν πάλι κάτω στη γη, βρίσκουν το δέντρο εκείνο να έχει θρέψει και να είναι γερό όπως πρώτα».
Και συνεχίζει: «Γίνεται φανερό από τα προηγούμενα ότι συναντούμε σ’ αυτό το σημείο την ελληνική παραλλαγή για το περίφημο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κατά τις ελληνικές παραδόσεις, πρόκειται για το θαυματουργό και ακατανίκητο δέντρο όλου του κόσμου, που ο γεννώμενος Χριστός το προστατεύει, ενώ οι δαίμονες είναι ανίκανοι να το βλάψουν».
Η πεπαλόεσσα λατρεία της «Ιεράς Δρυός»της Δωδώνης ή της «Ιεράς Ελαίας» των Αθηνών, με την άλλοτε μορφή της Ειρεσιώνης, (του τυλιγμένου κλάδου ελιάς με το λευκό έριον –μαλλί- προβάτου και τους ξηρούς και χλωρούς καρπούς της Μάνας Γης), έρχεται ταιριαστά να συμπληρωθεί απ΄ το σημερινό Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις μπάλες και τα χιόνια….
«Δεν είχαμε εμείς παιδάκι μου πολυτέλειες τότε. Παίρναμε ένα κλαδί ελιάς ή ενός κυπαρισσιού, και το στολίζαμε με ό,τι είχαμε. Καρύδια, σύκα, μικρά μήλα…» Αυτή την απάντηση θα σας δώσει μια οποιαδήποτε γιαγιά κι αν ρωτήσετε σήμερα…
Κλείνοντας την σύντομη επετειακή αναφορά μας για το «Δωδεκαήμερο», ας καταγράψουμε και τους λιγοστούς στίχους που η ελληνική παράδοση διασώζει για την απομάκρυνση και την εκδίωξη της μιαρότητας των επιβλαβών ψυχών από τους Καλικάντζαρους και τις Κήρες. «Θύραζε, Κήρες, ουκέτ’ Ανθεστήρια». (Φύγετε απ’ την πόρτα, ψυχές επιβλαβείς, δεν είναι πια Ανθεστήρια).
Και το νεώτερο:
«Φεύγετε να φεύγουμε / τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του.
Μας άγιασε, μας έβρεξε / και μας εκατάκαψε».
Πηγή: ellas2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά και οχι σε greeklish.